- κατονόμαξις
- κατονόμαξις, -άξεως, ἡ (Α)(δωρ. τ. τού κατονομασία)η κατονομασία, το να δηλωθεί το όνομα κάποιου.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ-ονομάζω, πρβλ. αόρ. ονυμάξαι τού δωρ. τ. ονυμάζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατονόμαξιν — κατονόμαξις expression fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)